πολυβολαρχία

πολυβολαρχία
η
στρατιωτική μονάδα πυροβολικού με πολυβόλα όπλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυβολαρχία — η, Ν στρ. μονάδα με ενισχυμένη δύναμη πυρός, που αποτελείται συνήθως από τέσσερεις διμοιρίες πολυβόλων, αλλ. λόχος πολυβόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυβόλο + αρχία (< άρχης < ἄρχω), πρβλ. μοιρ αρχία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”